ωριόπαθος
Смотреть что такое "ωριόπαθος" в других словарях:
ωριόπαθος — η, ο βλ. ωραιόπαθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωραιόπαθος — και ωριόπαθος, η, ο, Ν ωραιοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + πάθος (< πάθος), πρβλ. πολυ παθος] … Dictionary of Greek